уцеплять - ορισμός. Τι είναι το уцеплять
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι уцеплять - ορισμός


уцеплять      
несов. перех. разг.-сниж.
1) Ухватывать, зацепив, подцепив.
2) перен. Захватывать в свое пользование, распоряжение; завладевать чем-л.
уцеплять      
УЦЕПЛ'ЯТЬ, уцепляю, уцепляешь (·прост. ). ·несовер. к уцепить
.
уцеплять      
УЦЕПЛЯТЬ, уцепить что, за что, за(при, на)цепить; - что, чем, зацепить, поймать. -ся, страд. и ·возвр. Падая, уцепился руками за куст, да и повис. Кошка уцепилась когтями за платье. Я уцепился за надежду эту, как утопающий за соломинку! Уцепленье ср., ·об. уцеп муж. уцепка жен., ·об. действие по гл.
| Уцепка, придирка, крючек. Уцепляло ср., ·*ниж.-серг. деревянный крючек, на который вешают зыбку. Уцепа ·об. привязчивый человек. Уцеплина ·*пск. крючек, зазубрина; зацепа.
Τι είναι уцеплять - ορισμός